προξενειά

προξενειά
και προξενιά, η, Ν [προξενεύω]
το προξενειό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… …   Dictionary of Greek

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

  • λότζα — και λόντζα, η (Μ λότζα) νεοελλ. 1. υπόστεγο υαλόφρακτο παράπηγμα 2. θεωρείο θεάτρου, αλλ. λόζα μσν. 1. μεγάλη αίθουσα παλατιού ή ειδικός χώρος συνάντησης 2. τα προξενεία τής Γένουας και τής Βενετίας στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loge «θεωρείο… …   Dictionary of Greek

  • προξενιά — η, Ν βλ. προξενειά …   Dictionary of Greek

  • πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Καψαμπέλης, Εμμανουήλ — (1865 – 1957). Διπλωμάτης. Υπηρέτησε διαδοχικά από το 1893 έως το 1917 στα προξενεία της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης, της Χίου και της Φιλιππούπολης. Το 1917 ανέλαβε τη διεύθυνση της πρεσβείας της Πετρούπολης στον Αρχάγγελο και το 1919 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Λεβέντης, Γεώργιος — (Κορακοβούνι Κυνουρίας 1790 – Αθήνα 1847). Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Μεγάλωσε και μαθήτευσε στην Ύδρα και από το 1805 συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Μολδαβία. Το 1812 διορίστηκε διερμηνέας στα ρωσικά προξενεία του Ιασίου και του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”